Στο Παγγαίο
(αλλά και στο Σύμβολο, που κατά την αρχαιότητα θεωρούνταν σαν κομμάτι του
Παγγαίου), ο αριθμός των εντοπισμένων βράχων, που έχουν πάνω τους
βραχογραφήματα, με περίπλοκες και συχνά αλληλοκαλυπτόμενες παραστάσεις, είναι
πολύ μεγάλος, ενώ όσων δεν έχουν ακόμη εντοπιστεί, πιστεύω ότι είναι πολύ
μεγαλύτερος.Για τα βραχογραφήματα, που πρωτοπαρατηρήθηκαν και μελετήθηκαν από
τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης κ. Νικόλαο Μουτσόπουλο, στο Νότιο και
Νοτιοδυτικό Παγγαίο, από το 1966 και μετά, αποτέλεσαν δε αντικείμενο της
μοναδικής μέχρι σήμερα, απ’ όσο τουλάχιστον εγώ γνωρίζω, διδακτορικής
διατριβής, αυτής του συντοπίτη μας Λάζαρου Χατζηλαζαρίδη από το Κρυονέρι
Καβάλας, δεν έχει γίνει η παραμικρή, επιστημονική έρευνα, ούτε καν η απλή
καταγραφή τους, με αποτέλεσμα να ερμηνεύονται από τους θησαυροθήρες σαν
"σημάδια" θησαυρών και να καταστρέφονται άδικα.
Τι είναι όμως τα βραχογραφήματα, (που δεν βρίσκονται μόνο στο Παγγαίο αλλά και
στη Γραμμένη Πέτρα της Φωλιάς, στα βουνά της Λεκάνης - Κρυονέρι Καβάλας - και
αλλού);. Πρόκειται για πανάρχαιες απεικονίσεις, κυρίως άγριων ζώων της
περιοχής, αλλά και ανθρώπινων μορφών, κύρια ιππέων, αρότρων, τόξων και
ακοντίων, αλλά και άγνωστης ερμηνείας συμβόλων. Το γεγονός ότι στο Παγγαίο όλα
τα βραχογραφήματα, είτε βρίσκονται στο νότιο Παγγαίο, (όπως λ.χ. γύρω από το
παλιό Χορτοκόπι) είτε στο Δυτικό Παγγαίο, παρουσιάζουν έναν ενιαίο τύπο,
δείχνει ότι φτιάχτηκαν από έναν και τον αυτό λαό και μάλιστα με μια τεχνική
(της γραμμικής χάραξης, δηλαδή της διάνοιξης οπών πάνω στον σκληρό βράχο, που
στο τέλος ενώνονται μεταξύ τους και σχηματίζουν γραμμές) που μέχρι και σήμερα
ακόμη χρησιμοποιούν οι ποιμένες του Παγγαίου, για να χαράζουν τα ονόματά τους,
συχνά πάνω στους ίδιους βράχους με τις αρχαίες απεικονίσεις.
Η χρονολόγηση
των βραχογραφημάτων είναι πολύ δύσκολη, αλλά πάντως γίνεται γενικά δεκτό, απ’
όσους τουλάχιστον ασχολήθηκαν με το αντικείμενο, (Μουτσόπουλος, Χρήστος
Παπουτσάκης, Χατζηλαζαρίδης), ότι οι παλιότερες ανάγονται στην όψιμη εποχή του
χαλκού, (γύρω δηλαδή στην 3η χιλιετία π.Χ.), ενώ οι νεώτερες φθάνουν μέχρι και
τους πρώτους Χριστιανικούς χρόνους. Η δυσχέρεια της χρονολόγησης έγκειται στο
ότι τα βραχογραφήματα βρίσκονται συνήθως στην επιφάνεια του εδάφους και όχι
μέσα σε γεωλογικά στρώματα, ώστε να είναι εύκολη χρονολόγησή τους. Πάντως, οι
ίδιες οι απεικονίσεις των βράχων παρέχουν στοιχεία ουσιαστικά και περιέχουν
σημαντικές ενδείξεις για την ηλικία τους. Τα όπλα, τα ενδύματα, η πανίδα, είναι
πληροφορίες που ορίζουν κάποια χρονικά όρια, αλλά και μαρτυρούν το στάδιο της
πολιτιστικής εξέλιξης. Η συσχέτιση, εξ άλλου, στο ύφος και στη θεματογραφία, με
ανάλογα, χρονολογημένα ευρήματα άλλων περιοχών της Ελλάδος ή άλλων χωρών,
αποδεικνύεται συχνά πολύ διαφωτιστική.
Ο λαός που
σχεδίασε τα αρχαία (προχριστιανικά) βραχογραφήματα του Παγγαίου, (τα οποία
έχουν διαστάσεις, από μερικά εκατοστά του μέτρου μέχρι και ένα μέτρο), ήταν
ένας λαός ποιμενικός, (ο κύριος όγκος των βραχογραφημάτων φαίνεται να
προέρχεται από τα θρακικά φύλα που ήδη πριν από τη γεωμετρική εποχή κατοικούσαν
στο Παγγαίο), ζούσε πάνω στο όρος σε κατάσταση αρκετά πρωτόγονη, ασκώντας το
κυνήγι σαν ουσιαστικό μέσον πορισμού τροφής και γι' αυτό διατήρησε ιδέες και
συνήθειες που είχαν πιο πρωτόγονο χαρακτήρα. Πράγματι, γνωρίζουμε από την
αρχαία γραμματεία για την παρουσία θρακικών, κυρίως, φύλων, (αλλά και
υπολειμμάτων Δαρδάνων και Φρυγών), στο Παγγαίο, καθώς και για το ότι αυτά έζησαν
στο περιθώριο του υψηλού, ελληνικού πολιτισμού, τον οποίο είχαν μεταφέρει κι
αναπτύξει στα βόρεια παράλια του Αιγαίου οι Έλληνες άποικοι από την Ελλάδα,
(λ.χ. οι Πάριοι άποικοι της Θάσου), διατηρώντας έναν σχεδόν παλαιολιθικό τρόπο
ζωής, παράλληλα με στοιχεία γεωργικής οι¬κονομίας και διαβιώνοντας στην ορεινή
χώρα, αφού τα παράλια κατέχονταν από τους αποίκους. Εκεί τα φύλα αυτά ζούσαν
απομονωμένα, αλλ’ όμως και με πολιτιστική αυτοτέλεια. Ασκούσαν το κυνήγι, ως
ουσιαστικό μέρος του προσπορισμού τροφής και μαζί μ' αυτό διατηρούσαν
ιδεοληψίες και συνήθειες σχεδόν παλαιολιθικού χαρα¬κτήρα. Θα δέχονταν βέβαια
επιρροές και τεχνολογία από τούς υψηλούς πολιτισμούς, διατήρησαν όμως τα
βασικά, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.
Μ' αυτά τα
δεδομένα, ήταν φυσικό, τα θρακικά φύλα του Παγγαίου να σχεδιάσουν πάνω στον
σκληρό ασβεστόλιθο ότι τους εντυπωσίαζε ή ότι αποτελούσε σημαντικό κομμάτι της
ζωής τους. Έτσι σχεδίασαν, φυσικά, ζώα, πολλά ζώα, σαν αυτά που οι κυνηγοί τους
κυνηγούσαν στο Παγγαίο, (ελάφια, ζαρκάδια, μικρά ζώα αλλά και λύκους που
επιτίθενται σ’ ελάφια, αλεπούδες, τσακάλια, σκύλους), των οποίων πρόσεχαν
πάντοτε να δείχνουν το φύλο και τα οποία πολύ συχνά είχαν πάνω τους καρφωμένα
τα βέλη που οι ίδιοι οι κυνηγοί τους είχαν τοξεύσει εναντίον τους! Ζωγράφισαν
επίσης τα όπλα του κυνηγιού, (κυρίως τόξα και δόρατα), φίδια και μερικές φορές,
γιατί όχι; και τους ίδιους τους εαυτούς τους, συνήθως πάνω σε άλογα, να κρατούν
τα δόρατά τους! Πάντως, δεν είναι εύκολο, πάντοτε, να προσδιοριστεί, τι
παριστάνει η κάθε παράσταση, ούτε να προσδιοριστεί και να ενταχθεί σε
συγκεκριμένο είδος το ζώο που απεικονίζεται. Αυτό συμβαίνει, πολύ περισσότερο,
όταν η επιφάνεια έχει φθαρεί από τη διάβρωση της πολυκαιρίας. Άλλες φορές η
απεικόνιση είναι ανεξήγητη, όπως των βραχογραφημάτων στη Γραμμένη Πέτρα της
Φωλιάς, όπου απεικονίζονται κυρίως άγνωστης σημασίας σύμβολα και γεωμετρικά
σχήματα ή σε βράχο κοντά στις Δύο Βρύσες Ακροβουνίου, όπου φαίνεται, λόγου
χάριν, ένα σχεδίασμα, που μοιάζει χαρακτηριστικά με την ηλιακή λέμβο, με την
οποία απεικόνιζαν στους τάφους τους οι αρχαίοι Αιγύπτιοι τη κίνηση του μεγάλου
θεού τους, του Ρα – Ήλιου στον ουρανό, στη διάρκεια της μέρας!
Άνθρωποι και ζώα σχεδιάζονται με υποτυπώδη τρόπο, με απλές και λιτές γραμμές,
είναι όμως πολύ εκφραστικοί. Ιδιαίτερα εκείνα τα σχέδια που αποτελούνται από
δύο απλές, παράλληλες γραμμές, (όπως είναι τα βραχογραφήματα του παλιού
Χορτοκοπίου) και φαίνονται να είναι τα παλαιότερα, είναι συνάμα και τα
ωραιότερα. Έτσι, σ’ ένα βράχο του Παλιού Χορτοκοπίου απεικονίζεται σε κάτοψη
μόνο το κεφάλι ενός σαρκοφάγου ζώου, ν’ αρπάζει από την κοιλιά το ελάφι, του
οποίου το σώμα, σε υπερέκταση, προδίδει την αγωνία του θανάτου! Το εκπληκτικό
των πιο αρχαίων βραχογραφημάτων του Παγγαίου είναι η ρευστότητα των σχημάτων
τους, η σιγουριά των γραμμών, η σαφήνεια της διαμόρφωσης, η επιβλητικότητα της
έκφρασης και η ευχέρεια στη διάταξη της αναλογίας των μεγεθών.
Γιατί, όμως, οι
πανάρχαιοι Θράκες καλλιτέχνες του Παγγαίου, (αλλά και όλοι όσοι ανά την υφήλιο
έκαναν το ίδιο), σχεδίαζαν πάνω στην επιφάνεια των βράχων (από γρανίτη ή
ασβεστόλιθο) και γιατί επέλεγαν αυτούς τους βράχους με κριτήριο την σκληρότητα
και τη δυνατότητα διατήρησης των απεικονίσεών τους για πολύ μεγάλο χρονικό
διάστημα; Ο Λάζαρος
Χατζηλαζαρίδης αναφέρει ότι, κατά την άποψη της επιστημονικής κοινότητας, η
χρήση των βραχογραφημάτων από τους προϊστορικούς ανθρώπους ή και τους
μεταγενέστερους ίσως συνδέεται με τη μαγεία ή με διάφορα θρησκευτικά
συναισθήματα ή ακόμη με τις επιθυμίες τους και τις εντυπώσεις τους από εικόνες
του φυσικού περιβάλλοντος. Σε μια σχετική με τα βραχογραφήματα εργασία του, ο
καθηγητής Μ. Γκητάκος, το έτος 1968, γράφει: «Αι παραστάσεις διαφόρων ζώων και
γενικώς αι σκηναί θήρας δεν πηγάζουν εξ απλής τινός διακοσμητικής τάσεως, αλλ’
έκ τινων θρησκευτικών δοξασιών και έκ τινων κοσμοθεωρητικών βιώσεων».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου