Ροδολίβος
Η σχεδόν χιλιόχρονη ύπαρξη του οικισμού του Ροδολίβος στην ίδια θέση με το ίδιο όνομα τεκμηριώνεται κατά τα βυζαντινά τουλάχιστον χρόνια σε ιδιωτικά και αυτοκρατορικά έγγραφα και αγιορείτικα πρακτικά. Η πρώτη αναφορά του οικισμού γίνεται στα τέλη του 11ου αιώνα και συγκεκριμένα το 1090 στην διαθήκη του Συμβάτιου Πακουριανού, ενός αξιωματικού του βυζαντινού στρατού με καταγωγή από την Ιβηρία (σημερινή Γεωργία).
Το χωριό παραχωρήθηκε λίγο μετά το 1081 από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό στον εν λόγω αξιωματικό ως «οικονομία» για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην αυτοκρατορία. Ο Συμβάτιος στην διαθήκη που συνέταξε το 1090 παραχώρησε το χωριό στη γυναίκα του Καλή Βασιλάκινα και στη συνέχεια εκάρη μοναχός με το όνομα Σάββας. Αυτή με τη σειρά της λίγα χρόνια μετά και αφού πέθανε ο σύζυγός δέχθηκε τη μοναχική κουρά με το όνομα Μαρία και παραχώρησε το 1098 το «χωρίον Ραδολίβους» στην μονή Ιβήρων. Η επιλογή της συγκεκριμένης μονής έγινε γιατί οι ιδρυτές της είχαν κοινή καταγωγή με τον άνδρα της Συμβάτιο. Η μονή Ιβήρων που οφείλει το όνομά της στην καταγωγή των ιδρυτών της είναι από τις παλαιότερες μονές του Αγίου Όρους και η ίδρυσή της ανάγεται το έτος 980. Την χρονιά που έγινε η παραχώρηση στη μονή Ιβήρων το χωριό απαριθμούσε δεκατρείς οικογένειεςπου απέδιδαν στη μονή κάτι παραπάνω από 9 χρυσά νομίσματα.
Το χωριό αναφέρεται ως ιδιοκτησία της μονής Ιβήρων καθ’ όλη την διάρκεια των 12ου και 13ου αιώνα ενώ στις αρχές του 14ου αιώνα καθίσταται ολοφάνερη, σύμφωνα με τα έγγραφα, η σημασία του χωριού για την οικονομία του μονής. Το 1316 σύμφωνα με αυτοκρατορική απογραφή το χωριό απαριθμεί 222 οικογένειες που αντιστοιχεί σε 960 περίπου κατοίκους και αποδίδει ετήσιο εισόδημα στη μονή 323 χρυσά νομίσματα. Βασική καλλιέργεια του χωριού είναι η αμπελοκαλλιέργεια με 1.244 στρέμματα. Καλλιεργούνται επίσης δημητριακά. Εκτός από την γεωργία υπάρχει και κτηνοτροφία όπου αναφέρεται η εκτροφή προβάτων, κατσικιών, βοδιών, αγελάδων και χοίρων. Ως αρωγοί στις αγροτικές εργασίες δεν λείπουν τα γαϊδουράκια. Η ανθηρή γεωργοκτηνοτροφική κοινωνία ευνοεί την δραστηριοποίηση επαγγελματιών όπως υποδηματοποιοί, σιδεράδες, αμαξάδες, χτίστες, αγγειοπλάστες, σαμαράδες, ράφτες, υφαντές και ψαθάδες.
Προς τα μέσα του 14ου αιώνα και μετέπειτα μια σειρά από δυσμενή και καταστροφικά γεγονότα που χαρακτηρίζουν γενικά τον ταραγμένο 14ο αιώνα όπως επιδρομές, εμφύλιοι πόλεμοι, σερβοκρατία, πανούκλα οδηγούν το «προάστειο» σε ύφεση. Το 1341 παρόλο που ο πληθυσμός του χωριού αγγίζει τα 1.065 άτομα το χωριό αποδίδει στη μονή κοντά στα 270 χρυσά νομίσματα.
Η τελευταία αναφορά για το χωριό πριν από την τουρκική κατάκτηση, που επέρχεται στην περιοχή το 1383, γίνεται σε χρυσόβουλο του 1357 του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου στο οποίο το χωριό επικυρώνεται ως κτήση της μονής Ιβήρων. Την ίδια περίοδο, στα μέσα δηλαδή του 14ου αιώνα, χτίζεται στο κέντρο του χωριού η εκκλησία του Παμμεγίστου Ταξιάρχου Μιχαήλ πιθανόν στην θέση που βρίσκεται από το 1834 μέχρι σήμερα η εκκλησία των Παμμεγίστων Ταξιαρχών ή αλλιώς κάτω εκκλησία.
Eρευνα -Σύνταξη κειμένου : Σαλονικιός Αθανάσιος
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου